αντικαπνίστρια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αντικαπνίστρια οι αντικαπνίστριες
      γενική της αντικαπνίστριας των αντικαπνιστριών
    αιτιατική την αντικαπνίστρια τις αντικαπνίστριες
     κλητική αντικαπνίστρια αντικαπνίστριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αντικαπνίστρια < αντικαπνιστής + -τρια

Ουσιαστικό

αντικαπνίστρια θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.