αντιγηραντικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αντιγηραντικός | η | αντιγηραντική | το | αντιγηραντικό |
| γενική | του | αντιγηραντικού | της | αντιγηραντικής | του | αντιγηραντικού |
| αιτιατική | τον | αντιγηραντικό | την | αντιγηραντική | το | αντιγηραντικό |
| κλητική | αντιγηραντικέ | αντιγηραντική | αντιγηραντικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αντιγηραντικοί | οι | αντιγηραντικές | τα | αντιγηραντικά |
| γενική | των | αντιγηραντικών | των | αντιγηραντικών | των | αντιγηραντικών |
| αιτιατική | τους | αντιγηραντικούς | τις | αντιγηραντικές | τα | αντιγηραντικά |
| κλητική | αντιγηραντικοί | αντιγηραντικές | αντιγηραντικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αντιγηραντικός < αντι- + γηραντικός < γήρανση < αρχαία ελληνική γήρανσις < γῆρας
Προφορά
- ΔΦΑ : /an.di.ʝi.ɾan.diˈkos/
Επίθετο
αντιγηραντικός
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.