αντιατομικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αντιατομικός | η | αντιατομική | το | αντιατομικό |
| γενική | του | αντιατομικού | της | αντιατομικής | του | αντιατομικού |
| αιτιατική | τον | αντιατομικό | την | αντιατομική | το | αντιατομικό |
| κλητική | αντιατομικέ | αντιατομική | αντιατομικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αντιατομικοί | οι | αντιατομικές | τα | αντιατομικά |
| γενική | των | αντιατομικών | των | αντιατομικών | των | αντιατομικών |
| αιτιατική | τους | αντιατομικούς | τις | αντιατομικές | τα | αντιατομικά |
| κλητική | αντιατομικοί | αντιατομικές | αντιατομικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αντιατομικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική antiatomique < αρχαία ελληνική ἀντί + ἄτομον < ἀ- + τέμνω
Επίθετο
αντιατομικός, -ή, -ό
- που σχετίζεται με την καταπολέμηση των ατομικών ή πυρηνικών όπλων ή την προστασία απ’ αυτά
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.