αντίστιξη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αντίστιξη οι αντιστίξεις
      γενική της αντίστιξης των αντιστίξεων
    αιτιατική την αντίστιξη τις αντιστίξεις
     κλητική αντίστιξη αντιστίξεις
Στην ορολογία της μουσικής ο τύπος
της γενικής ενικού «της αντιστίξεως» δεν συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αντίστιξη < καθαρεύουσα ἀντίστι(ξις) + -ξη} < ἀντι- + στίξις < (ελληνιστική κοινή) στίξις, μεταφραστικό δάνειο από την ιταλική contrappunto

Προφορά

ΔΦΑ : /anˈdi.sti.ksi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αντίστιξη

Ουσιαστικό

αντίστιξη θηλυκό

  1. (μουσική) αρμονικός συνδυασμός μελωδιών
     συνώνυμα: αντιστικτική, κοντραπούντο
  2. (κατ’ επέκταση) αρμονική σύνθεση ανόμοιων ή και αντίθετων συστατικών

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις αντί, στίξη και στίζω

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.