κοντραπούντο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κοντραπούντο | τα | κοντραπούντα |
| γενική | του | κοντραπούντου | των | κοντραπούντων |
| αιτιατική | το | κοντραπούντο | τα | κοντραπούντα |
| κλητική | κοντραπούντο | κοντραπούντα | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κοντραπούντο < (άμεσο δάνειο) ιταλική contrappunto
Μεταφράσεις
κοντραπούντο
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.