ανοσοϊστοχημικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανοσοϊστοχημικός η ανοσοϊστοχημική το ανοσοϊστοχημικό
      γενική του ανοσοϊστοχημικού της ανοσοϊστοχημικής του ανοσοϊστοχημικού
    αιτιατική τον ανοσοϊστοχημικό την ανοσοϊστοχημική το ανοσοϊστοχημικό
     κλητική ανοσοϊστοχημικέ ανοσοϊστοχημική ανοσοϊστοχημικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανοσοϊστοχημικοί οι ανοσοϊστοχημικές τα ανοσοϊστοχημικά
      γενική των ανοσοϊστοχημικών των ανοσοϊστοχημικών των ανοσοϊστοχημικών
    αιτιατική τους ανοσοϊστοχημικούς τις ανοσοϊστοχημικές τα ανοσοϊστοχημικά
     κλητική ανοσοϊστοχημικοί ανοσοϊστοχημικές ανοσοϊστοχημικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ανοσοϊστοχημικός < άνοσος + ιστοχημικός

Επίθετο

ανοσοϊστοχημικός

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.