ιστοχημικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ιστοχημικός | η | ιστοχημική | το | ιστοχημικό |
| γενική | του | ιστοχημικού | της | ιστοχημικής | του | ιστοχημικού |
| αιτιατική | τον | ιστοχημικό | την | ιστοχημική | το | ιστοχημικό |
| κλητική | ιστοχημικέ | ιστοχημική | ιστοχημικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ιστοχημικοί | οι | ιστοχημικές | τα | ιστοχημικά |
| γενική | των | ιστοχημικών | των | ιστοχημικών | των | ιστοχημικών |
| αιτιατική | τους | ιστοχημικούς | τις | ιστοχημικές | τα | ιστοχημικά |
| κλητική | ιστοχημικοί | ιστοχημικές | ιστοχημικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Συγγενικά
- ανοσοϊστοχημικός
- ιστοχημεία
- → δείτε τις λέξεις ιστός και χημεία
Μεταφράσεις
ιστοχημικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.