ημιτελής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ημιτελής | η | ημιτελής | το | ημιτελές |
| γενική | του | ημιτελούς* | της | ημιτελούς | του | ημιτελούς |
| αιτιατική | τον | ημιτελή | την | ημιτελή | το | ημιτελές |
| κλητική | ημιτελή(ς) | ημιτελής | ημιτελές | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ημιτελείς | οι | ημιτελείς | τα | ημιτελή |
| γενική | των | ημιτελών | των | ημιτελών | των | ημιτελών |
| αιτιατική | τους | ημιτελείς | τις | ημιτελείς | τα | ημιτελή |
| κλητική | ημιτελείς | ημιτελείς | ημιτελή | |||
| * Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
| Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ημιτελής < αρχαία ελληνική ἡμιτελής
Επίθετο
ημιτελής, -ής, -ές
- που δεν έχει τελειώσει, που η κατασκευή ή η δημιουργία του δεν έχει ολοκληρωθεί
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.