ημιτελής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ημιτελής η ημιτελής το ημιτελές
      γενική του ημιτελούς* της ημιτελούς του ημιτελούς
    αιτιατική τον ημιτελή την ημιτελή το ημιτελές
     κλητική ημιτελή(ς) ημιτελής ημιτελές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ημιτελείς οι ημιτελείς τα ημιτελή
      γενική των ημιτελών των ημιτελών των ημιτελών
    αιτιατική τους ημιτελείς τις ημιτελείς τα ημιτελή
     κλητική ημιτελείς ημιτελείς ημιτελή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ημιτελής < αρχαία ελληνική ἡμιτελής

Προφορά

ΔΦΑ : /i.mi.teˈlis/ αρσενικό ή θηλυκό
ΔΦΑ : /i.mi.teˈles/ ουδέτερο

Επίθετο

ημιτελής, -ής, -ές

  • που δεν έχει τελειώσει, που η κατασκευή ή η δημιουργία του δεν έχει ολοκληρωθεί

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.