scout

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
scout scouts

scout (en)

  1. ο πρόσκοπος, η προσκοπίνα, νέος που είναι μέλος του προσκοπισμού
    the Scouts of Greece - το Σώμα Ελλήνων Προσκόπων
    a boy scout/a girl scout - πρόσκοπος/προσκοπίνα
    a cub scout - λυκόπουλο
  2. ο ανιχνευτής, στρατιώτης με αποστολή την ανίχνευση
    The scouts informed us that the enemy was near.
    Οι ανιχνευτές μάς ειδοποίησαν ότι ο εχθρός βρισκόταν κοντά.
  3. ο κυνηγός ταλέντων
    a talent scout - κυνηγός ταλέντων

Ρήμα

ενεστώτας scout
γ΄ ενικό ενεστώτα scouts
αόριστος scouted
παθητική μετοχή scouted
ενεργητική μετοχή scouting

scout (en)

Πηγές



Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

scout < (άμεσο δάνειο) αγγλική scout < παλαιά γαλλική escoute (αντιδάνειο)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
scout scouts

scout (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Αναγραμματισμοί

  • couts



Ιταλικά (it)

Ουσιαστικό

scout (it)

  1. ο πρόσκοπος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.