άνισος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | άνισος | η | άνιση | το | άνισο |
| γενική | του | άνισου | της | άνισης | του | άνισου |
| αιτιατική | τον | άνισο | την | άνιση | το | άνισο |
| κλητική | άνισε | άνιση | άνισο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | άνισοι | οι | άνισες | τα | άνισα |
| γενική | των | άνισων | των | άνισων | των | άνισων |
| αιτιατική | τους | άνισους | τις | άνισες | τα | άνισα |
| κλητική | άνισοι | άνισες | άνισα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
άνισος, -η, -ο
- όχι ίσος
- που χαρακτηρίζεται από μεγάλη διαφορά μεταξύ αντιπάλων (εστιάζοντας συνήθως στον πιο αδύνατο)
- έδωσε έναν άνισο αγώνα απέναντι σε πολύ ισχυρότερους αντιπάλους
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.