ανθόσπαρτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανθόσπαρτος η ανθόσπαρτη το ανθόσπαρτο
      γενική του ανθόσπαρτου της ανθόσπαρτης του ανθόσπαρτου
    αιτιατική τον ανθόσπαρτο την ανθόσπαρτη το ανθόσπαρτο
     κλητική ανθόσπαρτε ανθόσπαρτη ανθόσπαρτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανθόσπαρτοι οι ανθόσπαρτες τα ανθόσπαρτα
      γενική των ανθόσπαρτων των ανθόσπαρτων των ανθόσπαρτων
    αιτιατική τους ανθόσπαρτους τις ανθόσπαρτες τα ανθόσπαρτα
     κλητική ανθόσπαρτοι ανθόσπαρτες ανθόσπαρτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ανθόσπαρτος < ανθό- + σπαρτός, (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική parsemé de fleurs

Επίθετο

ανθόσπαρτος, -η, -ο

  1. σπαρμένος με άνθη, με λουλούδια
     συνώνυμα: ανθοσπαρμένος
  2. γεμάτος άνθη ή λουλούδια
     συνώνυμα: ανθοσπαρμένος
  3. (μεταφορικά) ευτυχισμένος
    Βίον ανθόσπαρτον και καλούς απογόνους (ευχή σε νιόπαντρους)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.