ανθόγαλο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ανθόγαλο | τα | ανθόγαλα |
| γενική | του | ανθόγαλου | των | ανθόγαλων |
| αιτιατική | το | ανθόγαλο | τα | ανθόγαλα |
| κλητική | ανθόγαλο | ανθόγαλα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
ανθόγαλο ουδέτερο
Μεταφράσεις
ανθόγαλο
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.