ανθρακίτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ανθρακίτης οι ανθρακίτες
      γενική του ανθρακίτη των ανθρακιτών
    αιτιατική τον ανθρακίτη τους ανθρακίτες
     κλητική ανθρακίτη ανθρακίτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ανθρακίτης < (άμεσο δάνειο) αγγλική anthracite < λατινική anthracitis < ελληνιστική κοινή ἀνθρακῖτις (αντιδάνειο)

Ουσιαστικό

ανθρακίτης αρσενικό

  1. κάρβουνο καλής ποιότητας
  2. καρβουνιάρης, θερμαστής, που παρέχει κάρβουνο σε μια μηχανή

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.