ανθρακώνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ανθρακώνω < μεσαιωνική ελληνική ἀνθρακόω < αρχαία ελληνική ἀνθρακόομαι < ἄνθραξ

Ρήμα

ανθρακώνω

  1. απανθρακώνω, καρβουνιάζω
  2. ψήνω

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.