ανθρακικό
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ανθρακικό | τα | ανθρακικά |
| γενική | του | ανθρακικού | των | ανθρακικών |
| αιτιατική | το | ανθρακικό | τα | ανθρακικά |
| κλητική | ανθρακικό | ανθρακικά | ||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
ανθρακικό ουδέτερο
- (χημεία) χημική ουσία γνωστή στη χημεία ως ανθρακικό οξύ
- θέλετε πορτοκαλάδα με ή χωρίς ανθρακικό;
- (καθομιλουμένη) αέριο που εκλύεται από υγρό εμπλουτισμένο σε ανθρακικό οξύ που είναι διοξείδιο του άνθρακα
- κούνησε την πορτοκαλάδα σου να βγει το ανθρακικό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.