αναπτυγμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αναπτυγμένος η αναπτυγμένη το αναπτυγμένο
      γενική του αναπτυγμένου της αναπτυγμένης του αναπτυγμένου
    αιτιατική τον αναπτυγμένο την αναπτυγμένη το αναπτυγμένο
     κλητική αναπτυγμένε αναπτυγμένη αναπτυγμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αναπτυγμένοι οι αναπτυγμένες τα αναπτυγμένα
      γενική των αναπτυγμένων των αναπτυγμένων των αναπτυγμένων
    αιτιατική τους αναπτυγμένους τις αναπτυγμένες τα αναπτυγμένα
     κλητική αναπτυγμένοι αναπτυγμένες αναπτυγμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Προφορά

ΔΦΑ : /a.na.ptiɣˈme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αναπτυγμένος

Μετοχή

αναπτυγμένος, -η, -ο

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.