persona non grata
Διαγλωσσικοί όροι
Πολυλεκτικός όρος
persona non grata
- (διπλωματία) επιθετικός προσδιορισμός για άτομο που είναι ανεπιθύμητο και του απαγορεύεται η είσοδος στη χώρα
Αντώνυμα
- persona grata
Γαλλικά (fr)
Προφορά
- ΔΦΑ : /pɛʁ.sɔ.na nɔn ɡʁa.ta/
Ουσιαστικό
persona non grata (fr) θηλυκό
- δείτε τον διεθνή ορισμό
- (κατ' αναλογία) (μεταφορικά) άτομο που θεωρείται ανεπιθύμητο σε κάποιον κλειστό κύκλο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.