ανεμογραφία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανεμογραφία οι ανεμογραφίες
      γενική της ανεμογραφίας των ανεμογραφιών
    αιτιατική την ανεμογραφία τις ανεμογραφίες
     κλητική ανεμογραφία ανεμογραφίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ανεμογραφία < ανεμο- + -γραφία

Ουσιαστικό

ανεμογραφία θηλυκό

  1. (μετεωρολογία) η επιστημονική περιγραφή των ανέμων
  2. (μετεωρολογία) η καταγραφή της διεύθυνσης και της ταχύτητας του ανέμου μέσω ενός ανεμογράφου

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.