ανεμογράφημα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ανεμογράφημα τα ανεμογραφήματα
      γενική του ανεμογραφήματος των ανεμογραφημάτων
    αιτιατική το ανεμογράφημα τα ανεμογραφήματα
     κλητική ανεμογράφημα ανεμογραφήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ανεμογράφημα < ανεμο- + -γράφημα < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική anemogram < αρχαία ελληνική ἄνεμος + -gram[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /a.ne.moˈɣɾa.fi.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ανεμογράφημα

Ουσιαστικό

ανεμογράφημα ουδέτερο

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.