ανδρολογία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανδρολογία οι ανδρολογίες
      γενική της ανδρολογίας των ανδρολογιών
    αιτιατική την ανδρολογία τις ανδρολογίες
     κλητική ανδρολογία ανδρολογίες
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ανδρολογία < (καθαρεύουσα) ἀνδρολoγία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική andrology < αρχαία ελληνικήἀνήρ. Μορφολογικά αναλύεται σε ανδρο- + -λογία

Ουσιαστικό

ανδρολογία θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.