ανδρολόγος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | ανδρολόγος | οι | ανδρολόγοι |
| γενική | του/της | ανδρολόγου | των | ανδρολόγων |
| αιτιατική | τον/την | ανδρολόγο | τους/τις | ανδρολόγους |
| κλητική | ανδρολόγε | ανδρολόγοι | ||
| Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ανδρολόγος < (καθαρεύουσα) ἀνδρολόγος < λόγιο ενδογενές δάνειο: (απόδοση) αγγλική andrologist < ανδρο- + -λόγος ( < λέγω)
Ουσιαστικό
ανδρολόγος αρσενικό ή θηλυκό
- (ιατρική, επάγγελμα) ο ειδικός στην ανδρολογία, στα προβλήματα υγείας ή δυσλειτουργίας που σχετίζονται με το αναπαραγωγικό σύστημα του άνδρα, συχνά ο ουρολόγος]
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.