ανδρολογικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανδρολογικός η ανδρολογική το ανδρολογικό
      γενική του ανδρολογικού της ανδρολογικής του ανδρολογικού
    αιτιατική τον ανδρολογικό την ανδρολογική το ανδρολογικό
     κλητική ανδρολογικέ ανδρολογική ανδρολογικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανδρολογικοί οι ανδρολογικές τα ανδρολογικά
      γενική των ανδρολογικών των ανδρολογικών των ανδρολογικών
    αιτιατική τους ανδρολογικούς τις ανδρολογικές τα ανδρολογικά
     κλητική ανδρολογικοί ανδρολογικές ανδρολογικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ανδρολογικός < ανδρολογ(ία) + -ικός

Επίθετο

ανδρολογικός

  • ο σχετικός με ένα ζήτημα που αφορά στα όργανα αναπαραγωγής του άνδρα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

  • «ανδρολογία: ανδρολόγος, ανδρολογικός» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.