ανδριάντας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ανδριάντας οι ανδριάντες
      γενική του ανδριάντα των ανδριάντων
    αιτιατική τον ανδριάντα τους ανδριάντες
     κλητική ανδριάντα ανδριάντες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
ανδριάντας του Τζορτζ Ουάσινγκτον στη Βοστόνη των ΗΠΑ

Ετυμολογία

ανδριάντας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀνδριάς από την αιτιατική σε -άντα[1] < ἀνδρίον[2] <  δείτε  ἀνήρ, γενική ἀνδρός

Προφορά

ΔΦΑ : /an.ðɾiˈan.das/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ανδριάντας

Ουσιαστικό

ανδριάντας αρσενικό

Σύνθετα

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. ανδριάντας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.