ανδριαντοποιός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ανδριαντοποιός | οι | ανδριαντοποιοί |
| γενική | του | ανδριαντοποιού | των | ανδριαντοποιών |
| αιτιατική | τον | ανδριαντοποιό | τους | ανδριαντοποιούς |
| κλητική | ανδριαντοποιέ | ανδριαντοποιοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ανδριαντοποιός < αρχαία ελληνική ἀνδριαντοποιός < ἀνδριάς + ποιέω
Συνώνυμα
Συγγενικά
- ανδριαντοποιία
- → δείτε τις λέξεις ανδριάντας, άνδρας και ποιώ
Μεταφράσεις
ανδριαντοποιός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.