ακόνισμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ακόνισμα | τα | ακονίσματα |
| γενική | του | ακονίσματος | των | ακονισμάτων |
| αιτιατική | το | ακόνισμα | τα | ακονίσματα |
| κλητική | ακόνισμα | ακονίσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
ακόνισμα ουδέτερο
- η πράξη με την οποία η αιχμή ενός αντικειμένου γίνεται πολύ κοφτερή
- (μεταφορικά) άσκηση πνευματικών δεξιοτήτων
- η λύση σταυρόλεξων βοηθάει στο ακόνισμα του μυαλού μου
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
