αδιάφευκτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αδιάφευκτος | η | αδιάφευκτη | το | αδιάφευκτο |
| γενική | του | αδιάφευκτου | της | αδιάφευκτης | του | αδιάφευκτου |
| αιτιατική | τον | αδιάφευκτο | την | αδιάφευκτη | το | αδιάφευκτο |
| κλητική | αδιάφευκτε | αδιάφευκτη | αδιάφευκτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αδιάφευκτοι | οι | αδιάφευκτες | τα | αδιάφευκτα |
| γενική | των | αδιάφευκτων | των | αδιάφευκτων | των | αδιάφευκτων |
| αιτιατική | τους | αδιάφευκτους | τις | αδιάφευκτες | τα | αδιάφευκτα |
| κλητική | αδιάφευκτοι | αδιάφευκτες | αδιάφευκτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αδιάφευκτος < α- στερητικό + διαφεύγ(ω) + -τος
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.ðiˈa.fef.ktos/, ΔΦΑ : /aˈði̯a.fef.ktos/ & /aˈðʝa.fef.ktos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐δι‐ά‐φευ‐κτος
Επίθετο
αδιάφευκτος, -η, -o
- συνώνυμο του αναπόφευκτος, που δεν έχει διαφυγή
- ≈ συνώνυμα: αναπόφευγος, αξέφυγος
Μεταφράσεις
αδιάφευκτος
|
Πηγές
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.