αδήριτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αδήριτος | η | αδήριτη | το | αδήριτο |
| γενική | του | αδήριτου | της | αδήριτης | του | αδήριτου |
| αιτιατική | τον | αδήριτο | την | αδήριτη | το | αδήριτο |
| κλητική | αδήριτε | αδήριτη | αδήριτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αδήριτοι | οι | αδήριτες | τα | αδήριτα |
| γενική | των | αδήριτων | των | αδήριτων | των | αδήριτων |
| αιτιατική | τους | αδήριτους | τις | αδήριτες | τα | αδήριτα |
| κλητική | αδήριτοι | αδήριτες | αδήριτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αδήριτος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀδήριτος < ἀ- στερητικό + δηρίομαι (αγωνίζομαι) → δείτε τις λέξεις δῆρις και δέρω [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /aˈði.ɾi.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐δή‐ρι‐τος
Επίθετο
αδήριτος, -η, -ο
- ακατανίκητος, ακαταμάχητος, επιτακτικός
- ↪ αδήριτη ανάγκη / υποχρέωση
- ※ η απώλεια της Ελληνικής Γλώσσας και της Ορθόδοξης Χριστιανικής μας πίστης και λατρείας οδηγεί κατά μαθηματική ακρίβεια στην πλήρη Βρετανικοποίηση και την τελική εξαφάνισή μας ως Ελλήνων της Διασποράς. Αυτή, δυστυχώς, είναι η αδήριτη πραγματικότητα (Χάρης Μεττής, Το Πνεύμα των Θυατείρων: Η τριακονταετής υπηρεσία του χαρισματικού Αρχιεπισκόπου Θυατείρων και Μεγάλης Βρετανίας κ. Γρηγορίου, εκδ. Ακακία, 2018)
- ※ Η αναποτελεσματικότητα των κυβερνήσεών του συνδέεται με την αδυναμία αντιμετώπισης αυτού του αδήριτου διλήμματος (Ι. Κοκκινάκης, Νόμισμα και πολιτική στην Ελλάδα, 1830-1910, εκδ. Αλεξάνδρεια, 1999, σελ. 566)
Συγγενικά
Μεταφράσεις
αδήριτος
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.