ἀποδιδράσκω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  ἀποδιδράσκω 
Παρατατικός  ἀπεδίδρασκον 
Μέλλοντας  ἀποδράσομαι, (ελληνιστική κοινή) ἀποδράσω 
Αόριστος  ἀπέδραν 
Παρακείμενος  ἀποδέδρακα 
Υπερσυντέλικος  ἀπεδεδράκειν 
Συντελ.Μέλλ.

Ετυμολογία

ἀποδιδράσκω < ἀπο- + διδράσκω

Ρήμα

ἀποδιδράσκω

  1. (κυρίως για φυλακισμένους ή δούλους) δραπετεύω
    5ος πκε αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 9 (Καλλιόπη), 37.3
    ταῦτα δὲ ποιήσας, ὥστε φυλασσόμενος ὑπὸ φυλάκων, διορύξας τὸν τοῖχον ἀπέδρη ἐς Τεγέην,
    Κι αφού έκανε αυτά, καθώς τον φρουρούσαν δεσμοφύλακες, άνοιξε τρύπα στον τοίχο κι απέδρασε στην Τεγέα·
    Μετάφραση (1995): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greeklanguage.gr
  2. (για στρατιώτες) λιποτακτώ
  3. ξεφεύγω
  4. αποφεύγω

  • ιωνικός τύπος: ἀποδιδρήσκω
  • ιωνικός τύπος: μεσ. μέλλ. ἀποδρήσομαι
  • ιωνικός τύπος: αόρ. β' ἀπέδρην
  • ιωνικός τύπος: απαρέμφατο ἀποδρῆναι

Συγγενικά

  • ἀποδιδρασκίνδα
  • προσαποδιδράσκω
  • συναποδιδράσκω
  • ἀναπόδραστος
  • ἀποδράς
  • ἀπόδρασις
  • ἀποδρασκάζω

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.