αναπηρικό αμαξίδιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αναπηρικό αμαξίδιο τα αναπηρικά αμαξίδια
      γενική του αναπηρικού αμαξιδίου των αναπηρικών αμαξιδίων
    αιτιατική το αναπηρικό αμαξίδιο τα αναπηρικά αμαξίδια
     κλητική αναπηρικό αμαξίδιο αναπηρικά αμαξίδια
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Αναπηρικό αμαξίδιο

Ετυμολογία

αναπηρικό αμαξίδιο < αγγλική wheel-chair.  δείτε και τις λέξεις αναπηρικός και αμαξίδιο

Προφορά

ΔΦΑ : /a.na.pi.ɾiˈko a.maˈksi.ði.o/

Πολυλεκτικός όρος

αναπηρικό αμαξίδιο ουδέτερο

  • αναπηρική καρέκλα

Μεταφράσεις

Πηγές

  • αμαξίδιο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.