αναπηρικών
Νέα ελληνικά (el)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
αναπηρικών
- γενική πληθυντικού του αναπηρικός
- γενική πληθυντικού του αναπηρική
- γενική πληθυντικού του αναπηρικό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.