αναντικατάστατος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αναντικατάστατος | η | αναντικατάστατη | το | αναντικατάστατο |
| γενική | του | αναντικατάστατου | της | αναντικατάστατης | του | αναντικατάστατου |
| αιτιατική | τον | αναντικατάστατο | την | αναντικατάστατη | το | αναντικατάστατο |
| κλητική | αναντικατάστατε | αναντικατάστατη | αναντικατάστατο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αναντικατάστατοι | οι | αναντικατάστατες | τα | αναντικατάστατα |
| γενική | των | αναντικατάστατων | των | αναντικατάστατων | των | αναντικατάστατων |
| αιτιατική | τους | αναντικατάστατους | τις | αναντικατάστατες | τα | αναντικατάστατα |
| κλητική | αναντικατάστατοι | αναντικατάστατες | αναντικατάστατα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αναντικατάστατος < αν- + αντικαθιστώ + -τός
Επίθετο
αναντικατάστατος, -η, -ο
- (για πράγματα) που δεν μπορεί να αντικατασταθεί
- (για πρόσωπα) που δεν μπορεί να αντικατασταθεί από κάποιον που έχει την ίδια αξία
Μεταφράσεις
αναντικατάστατος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.