αντιπαρατάσσω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αντιπαρατάσσω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀντιπαρατάσσω < αρχαία ελληνική ἀντιπαρατάσσομαι
Προφορά
- ΔΦΑ : /an.di.pa.ɾaˈta.so/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ντι‐πα‐ρα‐τάσ‐σω
Ρήμα
αντιπαρατάσσω, αόρ.: αντιπαρέταξα, παθ.φωνή: αντιπαρατάσσομαι, π.αόρ.: αντιπαρατάχθηκα/αντιπαρατάχτηκα
- παρατάσσω κάτι απέναντι σε κάτι άλλο
- αντιπαραθέτω, αντιπαραβάλλω
Συγγενικά
- αντιπαράταξη
- → δείτε τις λέξεις αντι, παρατάσσω και τάσσω
Κλίση
- → λείπει η κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αντιπαρατάσσομαι | αντιπαρατασσόμουν(α) | θα αντιπαρατάσσομαι | να αντιπαρατάσσομαι | ||
| β' ενικ. | αντιπαρατάσσεσαι | αντιπαρατασσόσουν(α) | θα αντιπαρατάσσεσαι | να αντιπαρατάσσεσαι | (αντιπαρατάσσου) | |
| γ' ενικ. | αντιπαρατάσσεται | αντιπαρατασσόταν(ε) | θα αντιπαρατάσσεται | να αντιπαρατάσσεται | ||
| α' πληθ. | αντιπαρατασσόμαστε | αντιπαρατασσόμαστε αντιπαρατασσόμασταν |
θα αντιπαρατασσόμαστε | να αντιπαρατασσόμαστε | ||
| β' πληθ. | αντιπαρατάσσεστε | αντιπαρατασσόσαστε αντιπαρατασσόσασταν |
θα αντιπαρατάσσεστε | να αντιπαρατάσσεστε | (αντιπαρατάσσεστε) | |
| γ' πληθ. | αντιπαρατάσσονται | αντιπαρατάσσονταν αντιπαρατασσόντουσαν |
θα αντιπαρατάσσονται | να αντιπαρατάσσονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αντιπαρατάχτηκα | θα αντιπαραταχτώ | να αντιπαραταχτώ | αντιπαραταχτεί | ||
| β' ενικ. | αντιπαρατάχτηκες | θα αντιπαραταχτείς | να αντιπαραταχτείς | αντιπαρατάξου | ||
| γ' ενικ. | αντιπαρατάχτηκε | θα αντιπαραταχτεί | να αντιπαραταχτεί | |||
| α' πληθ. | αντιπαραταχτήκαμε | θα αντιπαραταχτούμε | να αντιπαραταχτούμε | |||
| β' πληθ. | αντιπαραταχτήκατε | θα αντιπαραταχτείτε | να αντιπαραταχτείτε | αντιπαραταχτείτε | ||
| γ' πληθ. | αντιπαρατάχτηκαν αντιπαραταχτήκαν(ε) |
θα αντιπαραταχτούν(ε) | να αντιπαραταχτούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω αντιπαραταχτεί | είχα αντιπαραταχτεί | θα έχω αντιπαραταχτεί | να έχω αντιπαραταχτεί | αντιπαραταγμένος | |
| β' ενικ. | έχεις αντιπαραταχτεί | είχες αντιπαραταχτεί | θα έχεις αντιπαραταχτεί | να έχεις αντιπαραταχτεί | ||
| γ' ενικ. | έχει αντιπαραταχτεί | είχε αντιπαραταχτεί | θα έχει αντιπαραταχτεί | να έχει αντιπαραταχτεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε αντιπαραταχτεί | είχαμε αντιπαραταχτεί | θα έχουμε αντιπαραταχτεί | να έχουμε αντιπαραταχτεί | ||
| β' πληθ. | έχετε αντιπαραταχτεί | είχατε αντιπαραταχτεί | θα έχετε αντιπαραταχτεί | να έχετε αντιπαραταχτεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν αντιπαραταχτεί | είχαν αντιπαραταχτεί | θα έχουν αντιπαραταχτεί | να έχουν αντιπαραταχτεί | ||
Μεταφράσεις
αντιπαρατάσσω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.