αναμετριέμαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
αναμετριέμαι < παθ. φωνή του αναμετρώ
Ρήμα
αναμετριέμαι
- συγκρίνομαι, αντιπαραβάλλομαι, μετράω τις δυνάμεις μου ή κάποιες ιδιότητές μου σε σχέση με τις ίδιες ιδιότητες κάποιου άλλου ατόμου
- συγκρούομαι, παίζω ξύλο, διαφωνώ, συμπλέκομαι, έρχομαι στα χέρια
- Τα κόμματα αναμετρήθηκαν σκληρά στις εκλογές.
Συνώνυμα
- λόγιο: αναμετρώμαι
Μεταφράσεις
αναμετριέμαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.