διαπληκτισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο διαπληκτισμός οι διαπληκτισμοί
      γενική του διαπληκτισμού των διαπληκτισμών
    αιτιατική τον διαπληκτισμό τους διαπληκτισμούς
     κλητική διαπληκτισμέ διαπληκτισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διαπληκτισμός < (ελληνιστική κοινή) διαπληκτισμός < διά + πλήσσω/πλήττω (χτυπώ)

Ουσιαστικό

διαπληκτισμός αρσενικό

  • το επεισόδιο με ανταλλαγή ύβρεων και ίσως χρήση βίας

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.