αναλυτός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αναλυτός η αναλυτή το αναλυτό
      γενική του αναλυτού της αναλυτής του αναλυτού
    αιτιατική τον αναλυτό την αναλυτή το αναλυτό
     κλητική αναλυτέ αναλυτή αναλυτό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αναλυτοί οι αναλυτές τα αναλυτά
      γενική των αναλυτών των αναλυτών των αναλυτών
    αιτιατική τους αναλυτούς τις αναλυτές τα αναλυτά
     κλητική αναλυτοί αναλυτές αναλυτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αναλυτός < αναλύω + -τός[1]

Επίθετο

αναλυτός, -ή, -ό

  1. λυμένος (π.χ. τα μαλλιά)
     συνώνυμα: ξέπλεκος
  2. χαλαρός
     αντώνυμα: σφιχτός
  3. λιωμένος
  4. νερουλός, αραιός

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.