αναλυτής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αναλυτής | οι | αναλυτές |
| γενική | του | αναλυτή | των | αναλυτών |
| αιτιατική | τον | αναλυτή | τους | αναλυτές |
| κλητική | αναλυτή | αναλυτές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αναλυτής < αναλύ(ω) + -τής, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική analyseur ή την αγγλική analyst[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.na.liˈtis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐να‐λυ‐τής
Ουσιαστικό
αναλυτής αρσενικό (θηλυκό αναλύτρια)
- (επάγγελμα) ο ικανός ή κατάλληλος να αναλύσει ένα ειδικό θέμα
- αναλυτής δημοσκοπήσεων
- στρατηγικός αναλυτής
- οικονομικός αναλυτής
- πολιτικός αναλυτής
- αναλυτής της CIA
- μηχάνημα που αναλύει δεδομένα
- αναλυτής καυσαερίων
- αναλυτής φάσματος
- αναλυτής ούρων
Σύνθετα
Αναφορές
- αναλυτής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.