αναβιωμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αναβιωμένος η αναβιωμένη το αναβιωμένο
      γενική του αναβιωμένου της αναβιωμένης του αναβιωμένου
    αιτιατική τον αναβιωμένο την αναβιωμένη το αναβιωμένο
     κλητική αναβιωμένε αναβιωμένη αναβιωμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αναβιωμένοι οι αναβιωμένες τα αναβιωμένα
      γενική των αναβιωμένων των αναβιωμένων των αναβιωμένων
    αιτιατική τους αναβιωμένους τις αναβιωμένες τα αναβιωμένα
     κλητική αναβιωμένοι αναβιωμένες αναβιωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Προφορά

ΔΦΑ : /a.na.vi.oˈme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αναβιωμένος

Μετοχή

αναβιωμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.