αναβιώνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αναβιώνω < αρχαία ελληνική ἀναβιόω / ἀναβιῶ < βίος + -ώνω  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ρήμα

αναβιώνω

  1. (μεταβατικό) επαναφέρω στη ζωή
     συνώνυμα: ξαναζωντανεύω, αναζωπυρώνω
  2. (αμετάβατο) επανέρχομαι στη ζωή
     συνώνυμα: ξαναζωντανεύω, ξαναζώ, αναγεννιέμαι

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.