αναβιώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αναβιώνω < αρχαία ελληνική ἀναβιόω / ἀναβιῶ < βίος + -ώνω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ρήμα
αναβιώνω
- (μεταβατικό) επαναφέρω στη ζωή
- (αμετάβατο) επανέρχομαι στη ζωή
- ≈ συνώνυμα: ξαναζωντανεύω, ξαναζώ, αναγεννιέμαι
Συγγενικά
- αναβιώ
- αναβίωμα
- αναβιωμένος
- αναβίωση
- αναβιωτής
- αναβιωτικός
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αναβιώνω | αναβίωνα | θα αναβιώνω | να αναβιώνω | αναβιώνοντας | |
| β' ενικ. | αναβιώνεις | αναβίωνες | θα αναβιώνεις | να αναβιώνεις | αναβίωνε | |
| γ' ενικ. | αναβιώνει | αναβίωνε | θα αναβιώνει | να αναβιώνει | ||
| α' πληθ. | αναβιώνουμε | αναβιώναμε | θα αναβιώνουμε | να αναβιώνουμε | ||
| β' πληθ. | αναβιώνετε | αναβιώνατε | θα αναβιώνετε | να αναβιώνετε | αναβιώνετε | |
| γ' πληθ. | αναβιώνουν(ε) | αναβίωναν αναβιώναν(ε) |
θα αναβιώνουν(ε) | να αναβιώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αναβίωσα | θα αναβιώσω | να αναβιώσω | αναβιώσει | ||
| β' ενικ. | αναβίωσες | θα αναβιώσεις | να αναβιώσεις | αναβίωσε | ||
| γ' ενικ. | αναβίωσε | θα αναβιώσει | να αναβιώσει | |||
| α' πληθ. | αναβιώσαμε | θα αναβιώσουμε | να αναβιώσουμε | |||
| β' πληθ. | αναβιώσατε | θα αναβιώσετε | να αναβιώσετε | αναβιώστε | ||
| γ' πληθ. | αναβίωσαν αναβιώσαν(ε) |
θα αναβιώσουν(ε) | να αναβιώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω αναβιώσει | είχα αναβιώσει | θα έχω αναβιώσει | να έχω αναβιώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις αναβιώσει | είχες αναβιώσει | θα έχεις αναβιώσει | να έχεις αναβιώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει αναβιώσει | είχε αναβιώσει | θα έχει αναβιώσει | να έχει αναβιώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε αναβιώσει | είχαμε αναβιώσει | θα έχουμε αναβιώσει | να έχουμε αναβιώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε αναβιώσει | είχατε αναβιώσει | θα έχετε αναβιώσει | να έχετε αναβιώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν αναβιώσει | είχαν αναβιώσει | θα έχουν αναβιώσει | να έχουν αναβιώσει |
| |
Μεταφράσεις
αναβιώνω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.