αναβαθμίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αναβαθμίζω < ανα- + (αρχαία ελληνική βαθμίς) βαθμ(ίδες) + -ίζω [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.na.vaˈθmi.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐να‐βαθ‐μί‐ζω
- παλιότερος συλλαβισμός : α‐να‐βα‐θμί‐ζω
Ρήμα
αναβαθμίζω, αόρ.: αναβάθμισα, παθ.φωνή: αναβαθμίζομαι, π.αόρ.: αναβαθμίστηκα, μτχ.π.π.: αναβαθμισμένος
Αντώνυμα
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αναβαθμίζω | αναβάθμιζα | θα αναβαθμίζω | να αναβαθμίζω | αναβαθμίζοντας | |
| β' ενικ. | αναβαθμίζεις | αναβάθμιζες | θα αναβαθμίζεις | να αναβαθμίζεις | αναβάθμιζε | |
| γ' ενικ. | αναβαθμίζει | αναβάθμιζε | θα αναβαθμίζει | να αναβαθμίζει | ||
| α' πληθ. | αναβαθμίζουμε | αναβαθμίζαμε | θα αναβαθμίζουμε | να αναβαθμίζουμε | ||
| β' πληθ. | αναβαθμίζετε | αναβαθμίζατε | θα αναβαθμίζετε | να αναβαθμίζετε | αναβαθμίζετε | |
| γ' πληθ. | αναβαθμίζουν(ε) | αναβάθμιζαν αναβαθμίζαν(ε) |
θα αναβαθμίζουν(ε) | να αναβαθμίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αναβάθμισα | θα αναβαθμίσω | να αναβαθμίσω | αναβαθμίσει | ||
| β' ενικ. | αναβάθμισες | θα αναβαθμίσεις | να αναβαθμίσεις | αναβάθμισε | ||
| γ' ενικ. | αναβάθμισε | θα αναβαθμίσει | να αναβαθμίσει | |||
| α' πληθ. | αναβαθμίσαμε | θα αναβαθμίσουμε | να αναβαθμίσουμε | |||
| β' πληθ. | αναβαθμίσατε | θα αναβαθμίσετε | να αναβαθμίσετε | αναβαθμίστε | ||
| γ' πληθ. | αναβάθμισαν αναβαθμίσαν(ε) |
θα αναβαθμίσουν(ε) | να αναβαθμίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω αναβαθμίσει | είχα αναβαθμίσει | θα έχω αναβαθμίσει | να έχω αναβαθμίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις αναβαθμίσει | είχες αναβαθμίσει | θα έχεις αναβαθμίσει | να έχεις αναβαθμίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει αναβαθμίσει | είχε αναβαθμίσει | θα έχει αναβαθμίσει | να έχει αναβαθμίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε αναβαθμίσει | είχαμε αναβαθμίσει | θα έχουμε αναβαθμίσει | να έχουμε αναβαθμίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε αναβαθμίσει | είχατε αναβαθμίσει | θα έχετε αναβαθμίσει | να έχετε αναβαθμίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν αναβαθμίσει | είχαν αναβαθμίσει | θα έχουν αναβαθμίσει | να έχουν αναβαθμίσει |
| |
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αναβαθμίζομαι | αναβαθμιζόμουν(α) | θα αναβαθμίζομαι | να αναβαθμίζομαι | ||
| β' ενικ. | αναβαθμίζεσαι | αναβαθμιζόσουν(α) | θα αναβαθμίζεσαι | να αναβαθμίζεσαι | ||
| γ' ενικ. | αναβαθμίζεται | αναβαθμιζόταν(ε) | θα αναβαθμίζεται | να αναβαθμίζεται | ||
| α' πληθ. | αναβαθμιζόμαστε | αναβαθμιζόμαστε αναβαθμιζόμασταν |
θα αναβαθμιζόμαστε | να αναβαθμιζόμαστε | ||
| β' πληθ. | αναβαθμίζεστε | αναβαθμιζόσαστε αναβαθμιζόσασταν |
θα αναβαθμίζεστε | να αναβαθμίζεστε | (αναβαθμίζεστε) | |
| γ' πληθ. | αναβαθμίζονται | αναβαθμίζονταν αναβαθμιζόντουσαν |
θα αναβαθμίζονται | να αναβαθμίζονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αναβαθμίστηκα | θα αναβαθμιστώ | να αναβαθμιστώ | αναβαθμιστεί | ||
| β' ενικ. | αναβαθμίστηκες | θα αναβαθμιστείς | να αναβαθμιστείς | αναβαθμίσου | ||
| γ' ενικ. | αναβαθμίστηκε | θα αναβαθμιστεί | να αναβαθμιστεί | |||
| α' πληθ. | αναβαθμιστήκαμε | θα αναβαθμιστούμε | να αναβαθμιστούμε | |||
| β' πληθ. | αναβαθμιστήκατε | θα αναβαθμιστείτε | να αναβαθμιστείτε | αναβαθμιστείτε | ||
| γ' πληθ. | αναβαθμίστηκαν αναβαθμιστήκαν(ε) |
θα αναβαθμιστούν(ε) | να αναβαθμιστούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω αναβαθμιστεί | είχα αναβαθμιστεί | θα έχω αναβαθμιστεί | να έχω αναβαθμιστεί | αναβαθμισμένος | |
| β' ενικ. | έχεις αναβαθμιστεί | είχες αναβαθμιστεί | θα έχεις αναβαθμιστεί | να έχεις αναβαθμιστεί | ||
| γ' ενικ. | έχει αναβαθμιστεί | είχε αναβαθμιστεί | θα έχει αναβαθμιστεί | να έχει αναβαθμιστεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε αναβαθμιστεί | είχαμε αναβαθμιστεί | θα έχουμε αναβαθμιστεί | να έχουμε αναβαθμιστεί | ||
| β' πληθ. | έχετε αναβαθμιστεί | είχατε αναβαθμιστεί | θα έχετε αναβαθμιστεί | να έχετε αναβαθμιστεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν αναβαθμιστεί | είχαν αναβαθμιστεί | θα έχουν αναβαθμιστεί | να έχουν αναβαθμιστεί | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι αναβαθμισμένος - είμαστε, είστε, είναι αναβαθμισμένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν αναβαθμισμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν αναβαθμισμένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι αναβαθμισμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι αναβαθμισμένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι αναβαθμισμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι αναβαθμισμένοι | |||||
Αναφορές
- αναβαθμίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.