αναβαθμίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αναβαθμίζω < ανα- + (αρχαία ελληνική βαθμίς) βαθμ(ίδες) + -ίζω [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /a.na.vaˈθmi.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αναβαθμίζω
παλιότερος συλλαβισμός: αναβαθμίζω

Ρήμα

αναβαθμίζω, αόρ.: αναβάθμισα, παθ.φωνή: αναβαθμίζομαι, π.αόρ.: αναβαθμίστηκα, μτχ.π.π.: αναβαθμισμένος

  1. βελτιώνω κάποιον ή κάτι
  2. προάγω κάποιον, τον ανεβάζω σε ανώτερη θέση
  3. (τεχνολογία) βελτιώνω μια συσκευή, συνήθως αλλάζοντας μερικά στοιχεία της
  4. (πληροφορική) βελτιώνω ένα λογισμικό δίνοντάς του περισσότερες δυνατότητες ή διευκολύνοντας τη χρήση του

Αντώνυμα

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.