υποβαθμίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ρήμα
υποβαθμίζω, αόρ.: υποβάθμισα, παθ.φωνή: υποβαθμίζομαι, π.αόρ.: υποβαθμίστηκα, μτχ.π.π.: υποβαθμισμένος
Αντώνυμα
Συγγενικά
- υποβάθμιση
- υποβαθμισμένος
- → δείτε τη λέξη βαθμός
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | υποβαθμίζω | υποβάθμιζα | θα υποβαθμίζω | να υποβαθμίζω | υποβαθμίζοντας | |
| β' ενικ. | υποβαθμίζεις | υποβάθμιζες | θα υποβαθμίζεις | να υποβαθμίζεις | υποβάθμιζε | |
| γ' ενικ. | υποβαθμίζει | υποβάθμιζε | θα υποβαθμίζει | να υποβαθμίζει | ||
| α' πληθ. | υποβαθμίζουμε | υποβαθμίζαμε | θα υποβαθμίζουμε | να υποβαθμίζουμε | ||
| β' πληθ. | υποβαθμίζετε | υποβαθμίζατε | θα υποβαθμίζετε | να υποβαθμίζετε | υποβαθμίζετε | |
| γ' πληθ. | υποβαθμίζουν(ε) | υποβάθμιζαν υποβαθμίζαν(ε) |
θα υποβαθμίζουν(ε) | να υποβαθμίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | υποβάθμισα | θα υποβαθμίσω | να υποβαθμίσω | υποβαθμίσει | ||
| β' ενικ. | υποβάθμισες | θα υποβαθμίσεις | να υποβαθμίσεις | υποβάθμισε | ||
| γ' ενικ. | υποβάθμισε | θα υποβαθμίσει | να υποβαθμίσει | |||
| α' πληθ. | υποβαθμίσαμε | θα υποβαθμίσουμε | να υποβαθμίσουμε | |||
| β' πληθ. | υποβαθμίσατε | θα υποβαθμίσετε | να υποβαθμίσετε | υποβαθμίστε | ||
| γ' πληθ. | υποβάθμισαν υποβαθμίσαν(ε) |
θα υποβαθμίσουν(ε) | να υποβαθμίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω υποβαθμίσει | είχα υποβαθμίσει | θα έχω υποβαθμίσει | να έχω υποβαθμίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις υποβαθμίσει | είχες υποβαθμίσει | θα έχεις υποβαθμίσει | να έχεις υποβαθμίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει υποβαθμίσει | είχε υποβαθμίσει | θα έχει υποβαθμίσει | να έχει υποβαθμίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε υποβαθμίσει | είχαμε υποβαθμίσει | θα έχουμε υποβαθμίσει | να έχουμε υποβαθμίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε υποβαθμίσει | είχατε υποβαθμίσει | θα έχετε υποβαθμίσει | να έχετε υποβαθμίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν υποβαθμίσει | είχαν υποβαθμίσει | θα έχουν υποβαθμίσει | να έχουν υποβαθμίσει |
| |
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | υποβαθμίζομαι | υποβαθμιζόμουν(α) | θα υποβαθμίζομαι | να υποβαθμίζομαι | ||
| β' ενικ. | υποβαθμίζεσαι | υποβαθμιζόσουν(α) | θα υποβαθμίζεσαι | να υποβαθμίζεσαι | ||
| γ' ενικ. | υποβαθμίζεται | υποβαθμιζόταν(ε) | θα υποβαθμίζεται | να υποβαθμίζεται | ||
| α' πληθ. | υποβαθμιζόμαστε | υποβαθμιζόμαστε υποβαθμιζόμασταν |
θα υποβαθμιζόμαστε | να υποβαθμιζόμαστε | ||
| β' πληθ. | υποβαθμίζεστε | υποβαθμιζόσαστε υποβαθμιζόσασταν |
θα υποβαθμίζεστε | να υποβαθμίζεστε | (υποβαθμίζεστε) | |
| γ' πληθ. | υποβαθμίζονται | υποβαθμίζονταν υποβαθμιζόντουσαν |
θα υποβαθμίζονται | να υποβαθμίζονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | υποβαθμίστηκα | θα υποβαθμιστώ | να υποβαθμιστώ | υποβαθμιστεί | ||
| β' ενικ. | υποβαθμίστηκες | θα υποβαθμιστείς | να υποβαθμιστείς | υποβαθμίσου | ||
| γ' ενικ. | υποβαθμίστηκε | θα υποβαθμιστεί | να υποβαθμιστεί | |||
| α' πληθ. | υποβαθμιστήκαμε | θα υποβαθμιστούμε | να υποβαθμιστούμε | |||
| β' πληθ. | υποβαθμιστήκατε | θα υποβαθμιστείτε | να υποβαθμιστείτε | υποβαθμιστείτε | ||
| γ' πληθ. | υποβαθμίστηκαν υποβαθμιστήκαν(ε) |
θα υποβαθμιστούν(ε) | να υποβαθμιστούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω υποβαθμιστεί | είχα υποβαθμιστεί | θα έχω υποβαθμιστεί | να έχω υποβαθμιστεί | υποβαθμισμένος | |
| β' ενικ. | έχεις υποβαθμιστεί | είχες υποβαθμιστεί | θα έχεις υποβαθμιστεί | να έχεις υποβαθμιστεί | ||
| γ' ενικ. | έχει υποβαθμιστεί | είχε υποβαθμιστεί | θα έχει υποβαθμιστεί | να έχει υποβαθμιστεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε υποβαθμιστεί | είχαμε υποβαθμιστεί | θα έχουμε υποβαθμιστεί | να έχουμε υποβαθμιστεί | ||
| β' πληθ. | έχετε υποβαθμιστεί | είχατε υποβαθμιστεί | θα έχετε υποβαθμιστεί | να έχετε υποβαθμιστεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν υποβαθμιστεί | είχαν υποβαθμιστεί | θα έχουν υποβαθμιστεί | να έχουν υποβαθμιστεί | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι υποβαθμισμένος - είμαστε, είστε, είναι υποβαθμισμένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν υποβαθμισμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν υποβαθμισμένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι υποβαθμισμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι υποβαθμισμένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι υποβαθμισμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι υποβαθμισμένοι | |||||
Μεταφράσεις
Αναφορές
- υποβαθμίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.