αναβαθμίδα
Νέα ελληνικά (el)

Αναβαθμίδες για καλλιέργεια
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αναβαθμίδα | οι | αναβαθμίδες |
| γενική | της | αναβαθμίδας | των | αναβαθμίδων |
| αιτιατική | την | αναβαθμίδα | τις | αναβαθμίδες |
| κλητική | αναβαθμίδα | αναβαθμίδες | ||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
αναβαθμίδα θηλυκό
- σκαλοπάτι γεωργικής λοφόσκαλας
- κάθε μία οριζόντια διαμόρφωση πλαγιάς βουνού, ή λόφου, κατάλληλη έτσι για καλλιέργεια, ιδιαίτερα διαδεδομένη στη νησιωτική Ελλάδα
- κατώφλι κβαντισμένης μετάβασης
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.