αναβαθμισμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αναβαθμισμένος | η | αναβαθμισμένη | το | αναβαθμισμένο |
| γενική | του | αναβαθμισμένου | της | αναβαθμισμένης | του | αναβαθμισμένου |
| αιτιατική | τον | αναβαθμισμένο | την | αναβαθμισμένη | το | αναβαθμισμένο |
| κλητική | αναβαθμισμένε | αναβαθμισμένη | αναβαθμισμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αναβαθμισμένοι | οι | αναβαθμισμένες | τα | αναβαθμισμένα |
| γενική | των | αναβαθμισμένων | των | αναβαθμισμένων | των | αναβαθμισμένων |
| αιτιατική | τους | αναβαθμισμένους | τις | αναβαθμισμένες | τα | αναβαθμισμένα |
| κλητική | αναβαθμισμένοι | αναβαθμισμένες | αναβαθμισμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αναβαθμισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αναβαθμίζω
Μεταφράσεις
αναβαθμισμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.