αναβολικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αναβολικός | η | αναβολική | το | αναβολικό |
| γενική | του | αναβολικού | της | αναβολικής | του | αναβολικού |
| αιτιατική | τον | αναβολικό | την | αναβολική | το | αναβολικό |
| κλητική | αναβολικέ | αναβολική | αναβολικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αναβολικοί | οι | αναβολικές | τα | αναβολικά |
| γενική | των | αναβολικών | των | αναβολικών | των | αναβολικών |
| αιτιατική | τους | αναβολικούς | τις | αναβολικές | τα | αναβολικά |
| κλητική | αναβολικοί | αναβολικές | αναβολικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αναβολικός < (άμεσο δάνειο) αγγλική anabolic < λατινική anabolicus < ελληνιστική κοινή ἀναβολικός < αρχαία ελληνική ἀναβάλλω < βάλλω (αντιδάνειο)
Επίθετο
αναβολικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με τον αναβολισμό, αναφέρεται σ’ αυτόν ή τον ευνοεί
- (ουσιαστικοποιημένο) αναβολικά:
Συγγενικά
- αναβολικάκιας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.