αναβάλλεται

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αναβάλλεται < αναβάλλω

Ρήμα

αναβάλλεται, παθητική φωνή του αναβάλλω

  • χρησιμοποιείται κυρίως στο τρίτο πρόσωπο και απρόσωπα όχι για ζωντανά πλάσματα. Σημαίνει ότι κάτι προγραμματισμένο, δεν θα πραγματοποιηθεί προς το παρόν, στο χρόνο που είχε καθοριστεί, αλλά μετατίθεται για αργότερα, είτε σαφώς για μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή στο μέλλον (π.χ. αναβάλλεται για τις 6 Σεπτεμβριου) είτε γενικά και ασαφώς για αργότερα, πιθανόν και αόριστα.
  • αναβάλλεται η παράσταση, η διάλεξη, η συναυλία, ο αγώνας
  • αναβάλλεται επ' αόριστον (πιθανόν και να μην πραγματοποιηθεί ποτέ)
  • αναβάλλεται για αργότερα και θα πραγματοποιηθεί εν ευθέτω χρόνω

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.