αναβολικό
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αναβολικό | τα | αναβολικά |
| γενική | του | αναβολικού | των | αναβολικών |
| αιτιατική | το | αναβολικό | τα | αναβολικά |
| κλητική | αναβολικό | αναβολικά | ||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αναβολικό: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αναβολικός. Εννοείται η λέξη φάρμακο.
Ουσιαστικό
αναβολικό ουδέτερο
Κλιτικός τύπος επιθέτου
αναβολικό
- (αρσενικό) αιτιατική ενικού του αναβολικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του αναβολικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.