αναβολικό

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αναβολικό τα αναβολικά
      γενική του αναβολικού των αναβολικών
    αιτιατική το αναβολικό τα αναβολικά
     κλητική αναβολικό αναβολικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αναβολικό: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αναβολικός. Εννοείται η λέξη φάρμακο.

Ουσιαστικό

αναβολικό ουδέτερο

  • (ιατρική, φαρμακευτική) ονομασία κατηγορίας φαρμάκου που χορηγείται για την αναβολική του δράση στον μεταβολισμό των πρωτεϊνών και χρησιμοποιείται συνήθως για την βελτίωση των αθλητικών επιδόσεων

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

αναβολικό

  1. (αρσενικό) αιτιατική ενικού του αναβολικός
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του αναβολικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.