στερέωμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | στερέωμα | τα | στερεώματα |
| γενική | του | στερεώματος | των | στερεωμάτων |
| αιτιατική | το | στερέωμα | τα | στερεώματα |
| κλητική | στερέωμα | στερεώματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- στερέωμα < στερεώνω
Προφορά
- ΔΦΑ : /steˈɾe.o.ma/
Ουσιαστικό
στερέωμα ουδέτερο
- το στήριγμα, η στήριξη
- ο ουράνιος θόλος
- (μεταφορικά) ομάδα γνωστών ατόμων σε κάποια δραστηριότητα
- είναι γνωστός στο καλλιτεχνικό στερέωμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.