ξετυλίγω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ξετυλίγω < ξε + τυλίγω

Ρήμα

ξετυλίγω

  1. εκτυλίσσω, ένα καρούλι, ένα μασούρι, μία κλωστή, ένα νήμα
  2. ανοίγω μια συσκευασία, ένα δώρο πακεταρισμένο, συσκευασμένο, τυλιγμένο

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.