ερεθίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ερεθίζομαι < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
ερεθίζομαι
- δέχομαι ένα εξωτερικό ερέθισμα
- κοκκινίζω, φλεγμαίνω (για το δέρμα ή άλλα όργανα του σώματος)
- διεγείρομαι σεξουαλικά
- θυμώνω
Συνώνυμα
Συγγενικά
Σύνθετα
Μεταφράσεις
ερεθίζομαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.