ανάβομαι
Νέα ελληνικά
(el)
Ρήμα
ανάβομαι
,
π.αόρ
.:
ανάφτηκα
,
μτχ.π.π
.:
αναμμένος
, (
ενεργ
.:
ανάβω
)
παθητική φωνή
του ρήματος
ανάβω
→
δείτε
και
την κλίση
※
Μην αμελήσετε να τις δοκιμάσετε, διότι εκεί η απόδοση συνήθως πέφτει πολύ. Επίσης πρέπει τη στιγμή της παραλαβής να
ανάβεται
η οθόνη και να ελέγχεται.
(
*
εφημερίδα
Το
Βήμα
)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.