αμύριστος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αμύριστος | η | αμύριστη | το | αμύριστο |
| γενική | του | αμύριστου | της | αμύριστης | του | αμύριστου |
| αιτιατική | τον | αμύριστο | την | αμύριστη | το | αμύριστο |
| κλητική | αμύριστε | αμύριστη | αμύριστο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αμύριστοι | οι | αμύριστες | τα | αμύριστα |
| γενική | των | αμύριστων | των | αμύριστων | των | αμύριστων |
| αιτιατική | τους | αμύριστους | τις | αμύριστες | τα | αμύριστα |
| κλητική | αμύριστοι | αμύριστες | αμύριστα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
αμύριστος, -η, -ο
- που δεν μυρίζει, δεν αναδίδει οσμή
- που δεν τον έχουν μυρίσει
- (ουσιαστικοποιημένο) (μεταφορικά) (παρωχημένο) αμύριστη: παρθένα, αγνή
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.